- κεῦθ'
- κεῦθε , κεύθωcustospres imperat act 2nd sgκεῦθε , κεύθωcustosimperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ισχάνω — ἰσχάνω (Α) 1. κρατώ πίσω, συγκρατώ, εμποδίζω, αναχαιτίζω κάποιον 2. εμποδίζω κάποιον από κάτι 3. επιτυγχάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴσχω με παρέκταση αν (πρβλ. κεύθω > κευθ άν ω)] … Dictionary of Greek
τελαμώνας — ο / τελαμών, ῶνος, ΝΜΑ, και λόγιος τ. τελαμών Ν, και ταλαμών Α 1. λουρί συνήθως από δέρμα ή ύφασμα για την ανάρτηση από τον ώμο σπαθιού ή τυμπάνου («ξίφος σὺν κολεῷ τε και ἐντμήτῳ τελαμῶνι», Ομ. Ιλ.) 2. ως κύριο όν. Τελαμών α) γιος τού Αμακού και … Dictionary of Greek